- παλαμάρω
- (I)[παλαμάρι]δένω με παλαμάρι το πλοίο.————————(II)ναυτ. αλείφω με στεγανωτικό υλικό, συνήθως μίγμα πίσσας με λίπος και θειάφι, τα ύφαλα ξύλινου πλοίου για να μην τά διαπερνά το νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. spalmare «πισσώνω, καλαφατίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.